κλαυθμών

κλαυθμών
ο (AM κλαυθμών, -ῶνος)
τόπος όπου κλαίνε, τόπος θρήνου και κλάματος («καὶ παρέσῃ αὐτοῑς πλησίον τοῡ κλαυθμῶνος», ΠΔ)
νεοελλ.
φρ.
1. «πλατεία Κλαυθμώνος» — κεντρική πλατεία τής Αθήνας
2. «κοιλάδα τού κλαυθμώνος» — η κόλαση
μσν.
κλάμα, θρήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαυθμός + επίθημα -ών / -ῶνος (που δηλώνει τόπο), πρβλ. δρυμ-ών, κοιτ-ών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλαυθμών — place of weeping masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμῶν — κλαυθμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμῶνα — κλαυθμών place of weeping masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμῶνες — κλαυθμών place of weeping masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμῶνος — κλαυθμών place of weeping masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλαυθμῶσι — κλαυθμών place of weeping masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • ԼԱԼԱՏԵՂ — (ի.) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ԼԱԼԱՏԵՂ ԼԱԼԵՏՂ. որ եւ ԼԱԼՕՆՔ. κλαυθμών . տեղի լալեաց. ուր լեալ իցէ ողբ. *Որպէս ասաց առ նոսին հրեշտակն ʼի լալատեղն. Լմբ. սղ.: *Ել հրեշտակն ʼի գաղդաղայ ʼի լալետեղն եւ ʼի բեթէլ. Դատ. ՟Բ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԼԱԼԵՏՂ — (ետեղ.) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Early classical, 12c գ. ԼԱԼԱՏԵՂ ԼԱԼԵՏՂ. որ եւ ԼԱԼՕՆՔ. κλαυθμών . տեղի լալեաց. ուր լեալ իցէ ողբ. *Որպէս ասաց առ նոսին հրեշտակն ʼի լալատեղն. Լմբ. սղ.: *Ել հրեշտակն ʼի գաղդաղայ ʼի լալետեղն եւ ʼի բեթէլ. Դատ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԼԱԼՕՆՔ — (ից.) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Early classical, 11c գ. Որպէս Լալիւն. (գրի եւ ԼԱԼՈՒՆՔ.) κλαυθμός. *Պարծանս համարին զլալօնս եւ զաղաղակս: Պատիւ մեռելոյն ոչ են լալօնք եւ աղաղակք. Ոսկ. յհ. ՟Բ. 16: Եւ որպէս Լալետղ, կամ տեղի լալեաց. լացք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”